λιθοβολεῖ

λιθοβολεῖ
λιθοβολέω
pelt with stones
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
λιθοβολέω
pelt with stones
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυμολευστώ — θυμολευστῶ (Μ) λιθοβολώ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λευστώ (< λευστήρ «αυτός που λιθοβολεί» < λεύω «λιθοβολώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • λεύσιμος — λεύσιμος, ον (Α) [λεύω] 1. αυτός που λιθοβολεί, ο λιθοβόλος («πότερα λευσίμῳ χειρὶ ἢ διὰ σιδήρου πνεῡμ ἀπορρῆξαί με δεῑ», Ευρ.) 2. φρ. «λεύσιμοι καταφθοραί» θάνατοι με λιθοβολισμό …   Dictionary of Greek

  • λιθαστής — λιθαστής, ὁ (ΑM) [λιθάζω] αυτός που λιθοβολεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”